ατακτοποίητος
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
Greek Monolingual
και αταχτοποίητος, -η, -ο
ο μη τακτοποιημένος, ο ακατάστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τακτοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από τον Φίλιππο Α. Οικονομίδη].