άτιτος
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
ἄτιτος, -ον (Α)
1. αυτός που παραμένει ανεκδίκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + τίνω «πληρώνω, ανταποδίδω, εκδικούμαι»].