ασφαλτικός
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στην άσφαλτο
2. ο κατασκευασμένος από άσφαλτο.