ατελιέ
From LSJ
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
το
1. καλλιτεχνικό εργαστήριο, στούντιο (για γλύπτες, ζωγράφους, φωτογράφους κ.λπ.)
2. εργαστήριο ραπτικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < γαλλ. atelier].