αυτάρκεια

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM αὐτάρκεια) αυτάρκης
1. το να είναι κανείς αυτάρκης
2. τα απαραίτητα τρόφιμα
3. η επάρκεια
νεοελλ.
η δημιουργία μιας κλειστής αυτοδύναμης οικονομίας που μπορεί να παράγει όλα τα αναγκαία για ένα κράτος.