η (AM αὐτάρκεια) αυτάρκης1. το να είναι κανείς αυτάρκης2. τα απαραίτητα τρόφιμα3. η επάρκειανεοελλ.η δημιουργία μιας κλειστής αυτοδύναμης οικονομίας που μπορεί να παράγει όλα τα αναγκαία για ένα κράτος.