αυτοκέλευθος
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
Greek Monolingual
αὐτοκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί δικό του δρόμο.
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
αὐτοκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί δικό του δρόμο.