αὐτοκέλευθος
From LSJ
English (LSJ)
αὐτοκέλευθον, going one's own road, Tryph.314, AP9.362.5, Nonn. D. 6.369: neuter plural as adverb αὐτοκέλευθα = autonomously, independently, ib.21.167.
Spanish (DGE)
-ον
que recorre su propio camino, Ἀλφειός AP 9.362.5, στόλος Nonn.D.6.369, ἄτη Triph.314
•neutr. plu. como adv. αὐτοκέλευθα = recorriendo el mismo camino αὐτοκέλευθα περιπταίειν πεδίλοις Nonn.D.21.169.
German (Pape)
[Seite 397] für sich des Weges ziehend, Anthol. IX, 362; Tryphiod. 305.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui va de soi-même.
Étymologie: αὐτός, κέλευθος.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοκέλευθος: привольно текущий или катящий свои воды (Ἀλφειός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκέλευθος: -ον, ὁ ἰδίαν πορευόμενος ὁδόν, Τρυφ. 314, Ἀνθ. Π. 9. 362.
Greek Monolingual
αὐτοκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί δικό του δρόμο.
Greek Monotonic
αὐτοκέλευθος: -ον, αυτός που πορεύεται το δικό του δρόμο, σε Ανθ.