αχαϊκός
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀχαιικός, -ή, -όν) Αχαιός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Αχαιούς και στην Αχαΐα
αρχ.
ο κατάλληλος για τους Αχαιούς.