αχαϊκός

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀχαιικός, -ή, -όν) Αχαιός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Αχαιούς και στην Αχαΐα
αρχ.
ο κατάλληλος για τους Αχαιούς.