αχαϊκός
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
-ή, -ό (Α ἀχαιικός, -ή, -όν) Αχαιός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Αχαιούς και στην Αχαΐα
αρχ.
ο κατάλληλος για τους Αχαιούς.