βακχεύματα
From LSJ
ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra
French (Bailly abrégé)
άτων (τά) :
fêtes ou mystères de Bacchus.
Étymologie: βακχεύω.
Greek Monolingual
βακχεύματα, τα (Α) βακχεύω
τα βακχικά όργια.