κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
και -γία και -σιά, η (Α ἀχορτασία) χορτασίαλαιμαργίανεοελλ.απληστία, πλεονεξία.