βαθυστόχαστος
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
-η, -ο
1. αυτός που στοχάζεται βαθιά, που μελετά κάθε τι σε βάθος
2. συνετός, σοφός («βαθυστόχαστα λόγια»).