βελονογναθικός
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek Monolingual
-ή, -ό
ανατ. φρ. «βελονογναθικός σύνδεσμος» — επικουρικός σύνδεσμος της κροταφογναθικής άρθρωσης.