επικουρικός

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπικουρικός, -ή, -όν) επίκουρος
βοηθητικός, ενισχυτικός («ἐπικουρικοῦ... γένους», Πλάτ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει δευτερεύουσα σημασία
αρχ.
1. (για στρατό) εφεδρικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικουρικόν
συμμαχική δύναμη
3. αυτός που ανήκει στους επικούρους, στους μισθοφόρους («φθερεῖσθαι αὐτῶν τὰ πράγματα, ἐπικουρικὰ μᾶλλον ἢ δι’ ἀνάγκης ὥσπερ τὰ σφέτερα ὄντα», Θουκ.).
επίρρ...
επικουρικώς
α) βοηθητικώς
β) δευτερευόντως.