βλεφαροπλαστική
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Greek Monolingual
η
χειρουργική επέμβαση με σκοπό την αποκατάσταση απώλειας τμήματος των βλεφάρων ή ουσιωδών παραμορφώσεων τους.