βλέπηση
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
η (AM βλέπησις) βλέπω
βλέμμα, ματιά
μσν.- νεοελλ.
1. επιτήρηση, επίβλεψη
νεοελλ.
1. φρούρηση
2. προσοχή, φροντίδα
μσν.
θέα, όψη.