επίβλεψη

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

η (AM ἐπίβλεψις)
προσεκτική και υπεύθυνη παρακολούθηση μιας εργασίας, εποπτεία
μσν.
το να έλθει κάποιος και να κοιτάζει κάποιον ευνοϊκά και με φροντίδα
αρχ.
1. το να βλέπει κάποιος κάποιον, να τον παρακολουθεί προσεκτικά
2. έρευνα, εξέταση
3. (για άστρο) το να είναι ορατό.