επίβλεψη
From LSJ
η (AM ἐπίβλεψις)
προσεκτική και υπεύθυνη παρακολούθηση μιας εργασίας, εποπτεία
μσν.
το να έλθει κάποιος και να κοιτάζει κάποιον ευνοϊκά και με φροντίδα
αρχ.
1. το να βλέπει κάποιος κάποιον, να τον παρακολουθεί προσεκτικά
2. έρευνα, εξέταση
3. (για άστρο) το να είναι ορατό.