ὑπεροράω
English (LSJ)
fut. -όψομαι: aor. ὑπερεῖδον, inf. -ῐδεῖν: aor. Pass. ὑπερώφθην:—
A look over, look down upon, c. acc., τὴν θάλασσαν ὑπερορῶντα Hdt.7.36. II overlook, take no notice of, τοὺς πονηροὺς ὑπερορᾷ Lys.2.77; τὴν ὕβριν ὑπερεώρακε Aeschin.1.116; οὐκ ὀλίγα τῶν προσόδων ὑ. remit, OGI56.16 (Canopus, iii B.C.); δι' ὄνειρον . . ὑπεριδεῖν τὸ συμφέρον Sor.1.4: c. part., οὐχ ὑπεροψόμενοί τινας ἀφαιρεθέντας D.H.5.52. 2 despise, disdain, ὑπεριδὼν Ἴωνας Hdt.5.69, cf. Phld.Vit.p.27 J.; λόγους ὑπεριδεῖν Th.4.62; σφῶν τὸ πλῆθος ὑπεριδών Id.5.6, cf. 6.11; ὑπερείδετε τὴν ἐμὴν ὁμιλίαν Lys.8.7; πλὴν ἀρετῆς πάντα ὑ. Pl.Criti.120e; πάντα τἀνθρώπινα ὑπερεώρα πρὸς τὴν παρὰ τῶν θεῶν ξυμβουλίαν X.Mem.1.3.4:—Pass., ἡ Λακεδαίμων κακῶς ἤκουσε καὶ ὑπερώφθη Th.5.28, cf. 7.42; ὑπ' ἐκείνων ὑπερορᾶσθαι Pl.Phdr.232d. b less freq. c. gen., ὑπερορῶ τῆς ἀπολογίας Antipho 3.3.4; ὑμῶν D.19.338; τῶν νόμων X.Mem.1.2.9; πενίας Gorg.Pal.32; τῶν μὲν ζῴων φροντίσαι, τῶν δ' οὕτω τιμίων (sc. τῶν ἄστρων) ὑ. Arist.Cael.290a32; ὑπερεῖδε τῶν ἀνθρωπείων ἀγαθῶν Luc.Demon.3, cf. Gal.6.108,312.