ὑπεροράω
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
fut. -όψομαι: aor. ὑπερεῖδον, inf. -ῐδεῖν: aor. Pass. ὑπερώφθην:—
A look over, look down upon, c. acc., τὴν θάλασσαν ὑπερορῶντα Hdt.7.36.
II overlook, take no notice of, τοὺς πονηροὺς ὑπερορᾷ Lys.2.77; τὴν ὕβριν ὑπερεώρακε Aeschin.1.116; οὐκ ὀλίγα τῶν προσόδων ὑ. remit, OGI56.16 (Canopus, iii B.C.); δι' ὄνειρον.. ὑπεριδεῖν τὸ συμφέρον Sor.1.4: c. part., οὐχ ὑπεροψόμενοί τινας ἀφαιρεθέντας D.H.5.52.
2 despise, disdain, ὑπεριδὼν Ἴωνας Hdt.5.69, cf. Phld.Vit.p.27 J.; λόγους ὑπεριδεῖν Th.4.62; σφῶν τὸ πλῆθος ὑπεριδών Id.5.6, cf. 6.11; ὑπερείδετε τὴν ἐμὴν ὁμιλίαν Lys.8.7; πλὴν ἀρετῆς πάντα ὑ. Pl.Criti.120e; πάντα τἀνθρώπινα ὑπερεώρα πρὸς τὴν παρὰ τῶν θεῶν ξυμβουλίαν X.Mem.1.3.4:—Pass., ἡ Λακεδαίμων κακῶς ἤκουσε καὶ ὑπερώφθη Th.5.28, cf. 7.42; ὑπ' ἐκείνων ὑπερορᾶσθαι Pl.Phdr.232d.
b less freq. c. gen., ὑπερορῶ τῆς ἀπολογίας Antipho 3.3.4; ὑμῶν D.19.338; τῶν νόμων X.Mem.1.2.9; πενίας Gorg.Pal.32; τῶν μὲν ζῴων φροντίσαι, τῶν δ' οὕτω τιμίων (sc. τῶν ἄστρων) ὑ. Arist.Cael.290a32; ὑπερεῖδε τῶν ἀνθρωπείων ἀγαθῶν Luc.Demon.3, cf. Gal.6.108,312.
German (Pape)
[Seite 1199] (s. ὁράω), übersehen, – a) darüber hinsehen, von oben herabsehen, τὴν θάλασσαν Her. 7, 36. – b) gering achten, verachten, τινός, Antipho 3 γ 4, wie Luc. Demon. 3; gew. τί, Her. 5, 69, wie ὑπερόψεται τὸν ὅρκον Aesch. 1, 69; τοὺς λόγους Thuc. 4, 62; Xen. Conv. 8, 3; ἅπαντα τὰ πράγματα Dem. 24, 9; pass., ἡ Λακεδαίμων κακῶς ἤκουσε καὶ ὑπερώφθη διὰ τὰς συμφοράς Thuc. 5, 28; καὶ ἀτιμάζειν, Plat. Rep. II, 364 a; ὅτι λίαν τῶν πολλῶν ἡμῶν ὑπεριδόντες ὠλιγώρησαν, Soph. 243 a; ἡγούμενοι ὑπ' ἐκείνων ὑπερορᾶσθαι Phaedr. 232 d; καὶ καταφρονεῖν, Plut. Nic. 10. – c) darüber wegsehen, geschehen lassen, c. partic., Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
impf. ὑπερεώρων, f. ὑπερόψομαι, ao.2 ὑπερεῖδον, pf. ὑπερεόρακα;
Pass. ao. ὑπερώφθην;
1 regarder par-dessus, voir d'en haut, acc.;
2 regarder de haut, avec fierté ou dédain, mépriser, dédaigner, acc..
Étymologie: ὑπέρ, ὁράω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεροράω: ион. ὑπερορέω (impf. ὑπερεώρων, fut. ὑπερόψομαι, aor. 2 ὑπερεῖδον, pf. ὑπερεόρακα; aor. pass. ὑπερώφθην)
1 глядеть сверху (ὑ. τὴν θάλασσαν Her.);
2 пренебрегать, оставлять без внимания (τινα Lys. и τι Aeschin.);
3 презрительно относиться, презирать (τινα Her. и τι Thuc., Lys., Xen., Plat., реже τινος Xen., Plat., Arst., Luc.): ὁ Νικίας ὑπερώφθη Thuc. Никий навлек на себя презрение.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεροράω: Ἰων. -ορέω· μέλλ. -όψομαι· ἀόρ. ὑπερεῖδον, ἀπαρ. ῐδεῖν· παθ. ἀόρ. ὑπερώφθην. Βλέπω ἄνωθεν ἐξ ὑψηλοτέρου σημείου πρὸς τὰ κάτω, μετ’ αἰτιατ., τὴν θάλασσαν ὑπερορέοντα Ἡρόδ. 7. 36. ΙΙ. παραβλέπω, ἀψηφῶ, τοὺς πονηροὺς ὑπερορᾷ Λυσί. 198. 1· τὴν ὕβριν ὑπερεόρακε Αἰσχίν. 16. 25· μετὰ μετοχ., οὐχ ὑπεροψόμενοί τινας ἀφαιρεθέντας Διον. Ἁλ. 5. 52. 2) περιφρονῶ, καταφρονῶ, δεικνύω περιφρόνησιν, ὑπεριδὼν Ἴωνας Ἡρόδ. 5. 69· λόγους ὑπεριδεῖν Θουκ. 4. 62· σφῶν τὸ πλῆθος ὑπεριδὼν ὁ αὐτ. 5. 6, πρβλ. 6. 11· ὑπερείδετε τὴν ἐμὴν ὁμιλίαν Λυσί. 112. 40 πλὴν ἀρετῆς πάντα ὑπ. Πλάτ. Κριτί. 120Ε· τἀνθρώπινα ὑπερεώρα πρὸς τὴν παρὰ θεῶν ξυμβουλίαν Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 3. 4. - Παθ., ἡ Λακεδαίμων κακῶς ἤκουσε καὶ ὑπερώφθη Θουκ. 5. 28, πρβλ. 7 42· ὑπ’ ἐκείνων ὑπερορᾶσθαι Πλ. Φαῖδρ. 232D. β) σπανιώτερον μετὰ γεν., ὑπερορῶ τῆς ἀπολογίας Ἀντιφῶν 122. 43· τῶν νόμων Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 9· πενίας Γοργ. Ρήτ. 191. 9· τῶν μὲν ζῴων φροντίσαι, τῶν δὲ οὕτω τιμίων (δηλ. τῶν ἄστρων) ὑπ. Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 2. 8, 12· ὑπερεῖδε τῶν ἀνθρωπίνων ἀγαθῶν ἁπάντων Λουκ. Δημώνακτ. βίος 3.
Greek Monotonic
ὑπεροράω: Ιων. -έω, μέλ. -όψομαι, αόρ. βʹ -εῖδον, απαρ. -ῐδεῖν, Παθ. αόρ. αʹ ὑπερώφθην·
I. βλέπω από ψηλά, κοιτώ από ψηλά προς τα κάτω, με αιτ., σε Ηρόδ.
II. παραβλέπω, αψηφώ, περιφρονώ, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.· επίσης με γεν., δείχνω περιφρόνηση για, σε Ξεν.
Middle Liddell
ionic -έω fut. -όψομαι aor2 -εῖδον inf. -ῐδεῖν aor1 pass. ὑπερώφθην
I. to look over, look down upon, c. acc., Hdt.
II. to overlook, slight, despise, Hdt., Thuc., etc.:—also c. gen. to show contempt for, Xen.
Chinese
原文音譯:Øpere⋯dw, (Øpere‹don) 虛胚而-誒多
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上面-覺察
字義溯源:忽略,忽視,不監察;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(οἶδα)*=看見)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 不監察(1) 徒17:30
Lexicon Thucydideum
despicere, to look down on, despise, 4.62.2, 5.6.3, 5.43.2, 6.11.4, 6.18.4, [vulgo additur commonly added καὶ οὐκ ἀγαπήσαντες] 6.104.3,
PASS. 5.28.2, 7.42.3.