βραχιόλι
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Greek Monolingual
το (AM βραχιόλιον, Μ και βραχιόλιν)
κυκλικό κόσμημα για τον καρπό ή τον πήχυ του χεριού
νεοελλ.
1. πλατύς δακτύλιος που συνδέει δύο τμήματα όπλου ή μηχανήματος
2. πληθ. βραχιόλια, τα
οι χειροπέδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχιόλιον < λατ. bracchiolum» «μικρός βραχίων» < λατ. brac (c) hium «βραχίων» < βραχίων.