βρεφοκτονία
From LSJ
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
Greek (Liddell-Scott)
βρεφοκτονία: ἡ, ὁ φόνος βρέφους ἢ βρεφῶν, Μανασσ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ infanticidio Io.Scholast.Nomoc.40.
Greek Monolingual
η (Μ βρεφοκτονία) βρεφοκτόνος
ο φόνος βρέφους ή βρεφών.