βοτανίζω

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

   A root up weeds, Thphr.CP3.20.9, PLond.1.131rii 42 (i A. D.), GP.3.3.13:— Pass., ib.2.24.3.

German (Pape)

[Seite 455] Unkraut ausjäten, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βοτᾰνίζω: μέλλ. –ίσω, ἐκριζώνω ἄγρια χόρτα, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 20, 9.

Spanish (DGE)

agr. escardar σκάλλειν καὶ βοτανίζειν Thphr.CP 3.20.9, cf. PCair.Zen.635.9, 701.32 (ambos III a.C.), SB 9699.2.43 (I d.C.), ὅταν δὲ ἀποσταχύῃ τὰ σπαρέντα, βοτανίσαι αὐτά Gp.3.3.13, cf. en v. pas. 2.24.3.

Greek Monolingual

(AM βοτανίζω) βοτάνη
ξεριζώνω τα άγρια χόρτα από καλλιεργημένο χώρο.