γαλαζόπετρα
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
η
1. ο πολύτιμος λίθος κάλαϊς
2. ο θειικός χαλκός και το διάλυμά του με το οποίο ραντίζουν τ' αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλάζιος + πέτρα.