γαρνίρισμα

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

το γαρνίρω
1. πρόσθετη διακόσμηση φορεμάτων, επίπλων, φαγητών κ.λπ.
2. διάνθηση του λόγου με πρόσθετα στοιχεία.