ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
γελωτουργός, -όν (Μ)αυτός που προκαλεί το γέλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γέλως (-ωτος) + -ουργός < έργον].