ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
και γεροκομώ (-άω) (AM γηροκομῶ, -έω) γηροκόμοςφροντίζω γέροντες και κυρίως τους γονείς μου.