γηροκομώ

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

και γεροκομώ (-άω) (AM γηροκομῶ, -έω) γηροκόμος
φροντίζω γέροντες και κυρίως τους γονείς μου.