ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
γιγαντογενής, -ές (Μ)1. από γενιά γιγάντων2. αυτός που μοιάζει με γίγαντα, μεγαλόσωμος.