γιγαντογενής

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source

Greek Monolingual

γιγαντογενής, -ές (Μ)
1. από γενιά γιγάντων
2. αυτός που μοιάζει με γίγαντα, μεγαλόσωμος.