γλωσσαμύντορας
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
Greek Monolingual
ο
ειρων. υπερασπιστής της γλώσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + αμύντορας «βοηθός, υπερασπιστής»].
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
ο
ειρων. υπερασπιστής της γλώσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + αμύντορας «βοηθός, υπερασπιστής»].