γλωσσολογία

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
locuacidad, facilidad de palabra ἡ δὲ γ. τῶν τὰ πρόσκαιρα τῶν αἰωνίων προαιρουμένων Procop.Gaz.M.87.1321D.

Greek Monolingual

η
η επιστημονική μελέτη της γλώσσας όχι μόνο με βάση τις μαρτυρίες γραπτών κειμένων και μέσα στο πλαίσιο της συναφούς λογοτεχνίας και πολιτισμού αλλά κυρίως με την προφορική μορφή τών γλωσσών και τα προβλήματα που εμφανίζει η ανάλυσή τους.