γλυκυμάχανος

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

English (Slater)

γλυκυμάχανος
   1 sweet-working? νῦν δαὖ γλυκυμάχανον[ (Pae. 2.80)

Greek Monolingual

γλυκυμάχανος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευχάριστες επινοήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του γλυκυμήχανος < γλυκύς + -μηχανος < μηχανή.