δευτερολογώ

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

(Α δευτερολογῶ, -έω)
νεοελλ.
μιλώ για δεύτερη φορά πάνω στο ίδιο θέμα για να αντικρούσω ισχυρισμούς άλλων ή να συμπληρώσω παραλείψεις της πρώτης μου αγορεύσεως
αρχ.
1. αγορεύω για δεύτερη φορά
2. αγορεύω δεύτερος.