διαίσθηση
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
Greek Monolingual
η (AM διαίσθησις)
1. η χωρίς τη μεσολάβηση του λογικού άμεση γνώση με το υποσυνείδητο, η ενόραση
2. η πρόβλεψη με το υποσυνείδητο, η πρόγνωση με το υποσυνείδητο
αρχ.
πλήρης κατανόηση.