διακροτώ
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
διακροτῶ (-έω) (AM)
μσν.
διακηρύττω
αρχ.
1. γαμώ
2. αναλύω στα συνθετικά μέρη
3. διασπώ τα δεσμά.
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
διακροτῶ (-έω) (AM)
μσν.
διακηρύττω
αρχ.
1. γαμώ
2. αναλύω στα συνθετικά μέρη
3. διασπώ τα δεσμά.