διακροτώ
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
Greek Monolingual
διακροτῶ (-έω) (AM)
μσν.
διακηρύττω
αρχ.
1. γαμώ
2. αναλύω στα συνθετικά μέρη
3. διασπώ τα δεσμά.