διάνοιξη
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek Monolingual
η διανοίγω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διανοίγω
2. διαπλάτυνση, διεύρυνση, πλάτεμα.