δίγοργο

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

το (Μ δίγοργον)
(βυζ. μουσ.) ένας από τους χαρακτήρες χρόνου της υποδιαίρεσης, οι οποίοι διαιρούν τη σημειογραφία της βυζαντινής μουσικής.