διέσιον

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Grafía: graf. διαίσιον
divorcio, repudio διαισίῳ χρησάμενος ἀποπέμψειε ταύτην Iust.Nou.74.5, cf. Cod.Iust.1.3.52.15, Anecd.Ludw.118.12.

Greek Monolingual

διέσιον, το (Μ) δίεσις
διαζύγιο ή επιστολή που επικυρώνει τον χωρισμό συζύγων.