divorcio
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
Spanish > Greek
ἀναπομπή, ἀπαλλαγή, ἀποζυγή, ἀποκοπή, ἀπόπεμψις, ἀποπομπή, ἀποστάσιον, ἀπόστασις, ἄφεσις, διάζευξις, διαζυγή, διαζύγιον, διακοπή, διάλυσις, διάλυσις γάμου, διάλυσις τοῦ γάμου, διαστάσιον, διάστασις, διαχωρισμός, διέσιον, δίεσις, ἐκβολή, ἐκπομπά, ἐκπομπή, ἐξεσίη, ἔξεσις, ἔξοδος, λύσις γάμου, ῥεπούδιον, χήρευσις, χωρισμός