δικαστηριακός

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ή, όν,

   A connected with law-courts, Phld.Rh.1.212S.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
relacionado con los tribunales τὸ δικανικόν Phld.Rh.1.212.

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δικαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δικαστήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].