δίχωρος

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source

Spanish (DGE)

-ον
provisto de dos espacios prob. de un armario ropero de dos cuerpos, PMasp.340ue.41 (biz.).

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο διαιρεμένος σε δύο τμήματα
2. (για σπίτι) το χωρισμένο με μια κάμαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Γ. Ορφανίδη].