δίχωρος

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Spanish (DGE)

-ον
provisto de dos espacios prob. de un armario ropero de dos cuerpos, PMasp.340ue.41 (biz.).

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο διαιρεμένος σε δύο τμήματα
2. (για σπίτι) το χωρισμένο με μια κάμαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Γ. Ορφανίδη].