Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
-ή, -ό
1. αυτός που εκρηγνύεται ή που μπορεί να εκραγεί, να υποστεί έκρηξη, να ξεσπάσει
2. επίρρ. εκρηκτικώς (-α)
με τρόπο που επιφέρει έκρηξη.