εκρηκτικός

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που εκρηγνύεται ή που μπορεί να εκραγεί, να υποστεί έκρηξη, να ξεσπάσει
2. επίρρ. εκρηκτικώς (-α)
με τρόπο που επιφέρει έκρηξη.