εκπρόθεσμος

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐκπρόθεσμος, -ον)
1. (για πρόσ.) αυτός που άφησε να περάσει η καθορισμένη προθεσμία για να κάνει κάτι
2. (για πράγμ.) αυτός που γίνεται μετά την καθορισμένη προθεσμία.