εκπρόθεσμος
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐκπρόθεσμος, -ον)
1. (για πρόσ.) αυτός που άφησε να περάσει η καθορισμένη προθεσμία για να κάνει κάτι
2. (για πράγμ.) αυτός που γίνεται μετά την καθορισμένη προθεσμία.