A = ἔλλοψ, Gp.20.7.1.
-πος, ὁict., cierto pez marino plu. Gp.20.7.1; cf. ἔλλοψ.
ο (ΑΜ ἔλαψ)νεοελλ.γένος δηλητηριωδών φιδιών της οικογένειας τών ελαπιδώναρχ.έλλοψ.