ελικόρρους
From LSJ
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
Greek Monolingual
ἑλικόρρους, -ουν και ἑλικόρροος, -ον (Α)
αυτός που ρέει με ελιγμούς («ἑλικόρρουν ὕδωρ»).
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ἑλικόρρους, -ουν και ἑλικόρροος, -ον (Α)
αυτός που ρέει με ελιγμούς («ἑλικόρρουν ὕδωρ»).