ελικόρρους
From LSJ
τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
Greek Monolingual
ἑλικόρρους, -ουν και ἑλικόρροος, -ον (Α)
αυτός που ρέει με ελιγμούς («ἑλικόρρουν ὕδωρ»).
τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
ἑλικόρρους, -ουν και ἑλικόρροος, -ον (Α)
αυτός που ρέει με ελιγμούς («ἑλικόρρουν ὕδωρ»).