ενδοκρινής

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που παράγει εσωτερική έκκριση ή αναφέρεται σ' αυτήν
2. «ενδοκρινείς αδένες» — αδένες τών οποίων το έκκριμα δεν αποχετεύεται με εκφορητικό πόρο αλλά εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος.